- παραμέσα
- επίρρ. дальше, глубже; внутрь, вглубь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραμέσα — επίρρ. τοπ., πιο μέσα: Πήγαινε παραμέσα, να μη σε βρει καμιά σφαίρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραμέσα — επίρρ. τοπ. ακόμη πιο μέσα, περισσότερο προς το εσωτερικό … Dictionary of Greek
παράμεσα — παράμεσος next the middle neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραέξω — επίρρ. τοπ., πιο έξω (αντίθ. παραμέσα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)